- υποπορτις
- ὑπόπορτιςὑπό-πορτις-ιος ἥ корова с сосущим теленком, презр. мать с грудным младенцем Hes.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόπορτις — with a calf under her fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόπορτις — όρτιος, ἡ, Α (επικ. τ.) 1. (για αγελάδα) αυτή που έχει κάτω από τον μαστό της μοσχάρι 2. μτφ. μητέρα που θηλάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πόρτις «νεαρή αγελάδα»] … Dictionary of Greek
ὑπόπορτιν — ὑπόπορτις with a calf under her fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)